- ενοργανώνω
- και ενοργανώ, -όωαναθέτω σε ορισμένο όργανο ή ομάδα οργάνων την κάθε φωνή μουσικού έργου.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. instrumenter, orchestrer). H λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού 'Αγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.